δακρυώδη

δακρυώδη
δακρυώδης
exuding a watery fluid
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δακρυώδης
exuding a watery fluid
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
δακρυώδης
exuding a watery fluid
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δακρυώδης — ες (AM δακρυώδης, ες) όμοιος με δάκρυ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη κομμιοφόρα φυτά τού γένους αμυριδοειδή αρχ. 1. ο αξιοθρήνητος 2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”